επιχειρηματολογώ

επιχειρηματολογώ
argumenter

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Regardez d'autres dictionnaires:

  • επιχειρηματολογώ — έω προβάλλω επιχειρήματα για να υποστηρίξω μια πρόταση ή άποψη …   Dictionary of Greek

  • δικαιολογώ — δικαιολόγησα, δικαιολογήθηκα, δικαιολογημένος 1. επιχειρηματολογώ για το δίκαιο κάποιου, δέχομαι την ορθότητα ενέργειας: Δικαιολογώ απόλυτα την αντίδρασή του. 2. το παθ., δικαιολογούμαι υπερασπίζομαι τον εαυτό μου, επιχειρηματολογώ για την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγωνίζομαι — (Α ἀγωνίζομαι) 1. συναγωνίζομαι σωματικά ή πνευματικά για τα πρωτεία, για βραβείο 2. διεξάγω αγώνα, μάχομαι σε πόλεμο, πολεμώ 3. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι, μοχθώ, κοπιάζω αρχ. 1. συζητώ έντονα, εριστικά, προβάλλοντας… …   Dictionary of Greek

  • ισχνομυθώ — ἰσχυομυθῶ, έω (Α) επιχειρηματολογώ με ακρίβεια και διεξοδικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + μυθῶ (< μυθος < μύθος), πρβλ. αισχρο μυθώ, σεμνο μυθώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”